απέξω

απέξω
κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ.
1. έξω από
2. από το έξω μέρος
νεοελλ.
1. από το εξωτερικό
2. από μνήμης, από στήθους
μσν.
προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ' έξω, απ' όξω (< φρ. απ' έξω με προληπτική αφομοίωση του ε-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απέξω — και απόξω επίρρ. τοπ. 1. έξω: Του τα πε απόξω απόξω. 2. από το εξωτερικό: Αυτά τα πράγματα τα χουν φέρει απέξω. 3. από μνήμης: Ξέρει το μάθημα απόξω κι ανακατωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπέξω — ἀπέχω keep off or away from fut ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • γύρω — επίρρ. 1. τοπ., κυκλικά: Μαζεύτηκε κόσμος γύρω από τον πάγκο του μικροπωλητή. 2. χρον., περίπου: Να βρεθούμε γύρω στις εννιά; 3. φρ., «Φέρνω κάτι γύρω γύρω», λέω κάτι με τρόπο, απέξω απέξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκτοθεν — ἔκτοθεν (Α) επίρρ. αντί ἔξωθεν 1. από το έξω μέρος, έξω, εκτός («ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων» έξω από τον κύκλο τών άλλων μνηστήρων, Οδύσ.) 2. από («πύργων δ ἔκτοθεν βαλών», Αισχ. Επτά) 3. (απολ.) έξω, απέξω («τήνδε δ ἔκτοθεν βοᾱν ἔα», Σοφ. Ηλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • έκτοσθε — ἔκτοσθε και ἔκτοσθεν (Α) επίρρ. 1. από τα έξω, έξω από κάτι 2. (απολ.) απέξω 3. «ἔκτοσθεν γενέσθαι» παραληρώ (Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • απαπέξω — επίρρ. απέξω …   Dictionary of Greek

  • αποστηθίζω — (Α ἀποστηθίζω) [στήθος] μαθαίνω ή λέγω κάτι απέξω, απομνημονεύω …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”